ῥύσιλλα
Look at other dictionaries:
ρύσιλλα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) ρυτίδα, ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + εκφραστ. επίθημα ιλλα (πρβλ. κόρα: κόρ ιλλα)] … Dictionary of Greek
ῥυσίλλας — ῥυσίλλᾱς , ῥύσιλλα fem acc pl ῥυσίλλᾱς , ῥύσιλλα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)